συγγεωργός

συγγεωργός
συγ-γεωργός, ό, Mitbauer, Gehilfe beim Ackerbau

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συγγέωργος — ὁ, Α 1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους 2. στον πληθ. οί συγγέωργοι μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεωργός] …   Dictionary of Greek

  • ξυγγέωργος — συγγέωργος , συγγέωργος fellow labourer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγεωργώ — έω, Α [συγγέωργος] 1. είμαι συγγέωργος* 2. (μτβ.) βοηθώ στην καλλιέργεια …   Dictionary of Greek

  • ξυγγεώργους — συγγεώργους , συγγέωργος fellow labourer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”